κατασκοπεύσει

κατασκοπεύσει
κατασκόπευσις
reconnoitring
fem nom/voc/acc dual (attic epic)
κατασκοπεύσεϊ , κατασκόπευσις
reconnoitring
fem dat sg (epic)
κατασκόπευσις
reconnoitring
fem dat sg (attic ionic)
κατασκοπεύω
aor subj act 3rd sg (epic)
κατασκοπεύω
fut ind mid 2nd sg
κατασκοπεύω
fut ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ρήσος — I Κατά την ελληνική μυθολογία, βασιλιάς της Θράκης που είχε πάει στην Τροία τον τελευταίο χρόνο του Τρωικού πολέμου, ως σύμμαχος του Πριάμου. Αλλά το ίδιο κιόλας βράδυ της άφιξής του, τον σκότωσε ο Διομήδης και ο Οδυσσέας. Ο φόνος του Ρ. αποτελεί …   Dictionary of Greek

  • ρησός — I Κατά την ελληνική μυθολογία, βασιλιάς της Θράκης που είχε πάει στην Τροία τον τελευταίο χρόνο του Τρωικού πολέμου, ως σύμμαχος του Πριάμου. Αλλά το ίδιο κιόλας βράδυ της άφιξής του, τον σκότωσε ο Διομήδης και ο Οδυσσέας. Ο φόνος του Ρ. αποτελεί …   Dictionary of Greek

  • υποπέμπω — Α [πέμπω] 1. ρίχνω κάτι από πάνω προς τα κάτω 2. στέλνω κάποιον κάπου χωρίς να γίνει αντιληπτός 3. στέλνω κάποιον με δόλιο σκοπό και, κυρίως, για να κατασκοπεύσει 4. εισάγω κάποιον ως ψευδομάρτυρα σε δίκη …   Dictionary of Greek

  • Αρκαδινός ή Αρκαδινού — Επώνυμο αγωνιστών του 1821. 1. Δημήτριος. Τον Νοέμβριο του 1821, η Φιλική Εταιρεία έστειλε τον Φωτάκο στο Ναύπλιο να κατασκοπεύσει το εκεί φρούριο. Ο Φωτάκος που παρουσιάστηκε στους Τούρκους ως ξένος γιατρός συνοδευόταν από τον Α. ως δήθεν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”